Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

ΙΤΑΛΙΚΟ ΕΠΩΝΥΜΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ Εξαιρετική σημασία για τη διαμόρφωση των νότιων επωνύμων στην Καλαβρία ήταν η συμβολή της Ελλάδας μετά τη μακρά ύπαρξη της ελληνικής γλώσσας σε αυτά τα εδάφη. Με αλφαβητική σειρά: Alampi (λάμψη), Amendolia (αμύγδαλο), Amuso (τραχύ, τραχύ), Andidero (δώρο σε αντάλλαγμα), Anghelone (αγγελιοφόρος), Arcudi (μικρή αρκούδα), Argurio (ασημένιο νόμισμα), Attin à (κομμωτής), Azzar à (ψαράς)· Bambace (βαμβάκι), Barilla (κάτω), Buccafurri (στόμα φούρνου)· Caccamo (λέβητας μεγάλων βοσκών), Caliciuri (καλός κύριος), Calogero (μονακό), Calanna (καλή Άννα), Cal ù (καλό), Camini (φούρνος), Canananzi (το αγαπημένο), Cannat à (κατασκευαστής γλάστρων με κιμωλία), Cannav ò (γκρίζο), Cannistr à (κατασκευαστής καλαθιών), Card ìa (καρδιά), Caridi (καρυδιά), Cartell à (που φτιάχνει ή πουλάει καλάθια), Cartolaro (επίσημος στο ληξιαρχείο), Catona (σκηνή), Catrical à (είδος της παγίδας πουλιών), Ceraso (κεράσι), Chiophalo (πεισματάρης), Chil à (άνθρωπος με μεγάλα χείλη), Chinig ò (κυνηγός), Chiriaco (του κυρίου), Chiriatti (κύριος ράφτης), Chirico ( κληρικός), Chilea (κοιλιά), Codispoti (άρχοντας του σπιτιού), Comerci (φόρος, τελωνείο), Comi (υψηλός βυζαντινός υπάλληλος), Cond ò (κοντό), Crea (κρέας), Crisafi (χρυσός), Crisafulli (χρυσός), Criser à (που φτιάχνει ή πουλάει κόσκινο), Crupi (ξυρισμένο), Cundari (κοντό), Curatola (αρχηγός του κοπαδιού), Curia (κουρέας)· Curmaci (κορμός), Cutell à (που φτιάχνει κουτάλια), Cuzzocrea (από κρέας μόζα)· Δάσκαλος (δάσκαλος), δάχτυλο (δάχτυλο); Faciol à (που φτιάχνει ή πουλάει μαντήλια), Fag à (που τρώει πολύ), Falcomat à (λέβητας), Fall à (ξύλο φελλού), Fant ò (ορατό), Farace (χάραξη), Fasc ì (δοκάρι), Filast ò (φυλαχτό), Filocalo (λάτρης της ομορφιάς), Floccari (λουλούδι), Foti (ελαφρύ), Fotia (φωτιά), Frega (καλά), Furnari (φούρναρης); Galat à (γαλακτοκομικά), Galip ò (δύσκολο), Gerace (sparviero)· Jerino (γερανός)· Lacaria (καρυδιάς), Lagan à (πωλητής λαχανικών), Lagano (λάχανο), Lanat à (που πουλάει δέρματα ζώων), Lard ì (λαρντό), Lauria (μικρά cenobs), Leandro (άγιος), Liano (λεπτό, λεπτό), Licari (λύκος), Lico (λύκος), Logoteta (διαχειριστής), Lojero (παλιό)· Macr ì (ο μακρύς), Macellari (ΧΑΣΑΠΗΣ), Magaraci (μεγάλο ρέμα), Malacrin ò (καφέ), Mallamace (χρυσός), Mallamo (χρυσός), Mamm ì (εκτροφέας), Manago (μοναχός), Mandaglio (μικρό μπρελόκ), Manglaviti (Βυζαντινός αξιωματικός που υπηρετεί ως σωματοφύλακας), Manti (γρίφος), Marafioti (τόπος μάραθου), Megale (μεγάλος), Mel ìa (φρασίνο), Melissari (μελισσοκόμος), Messineo (της Μεσσήνης), Mezz òtero (το μ ενημέρωση), Miraglia (ναύαρχος), Mirarchi (υψηλό στρατιωτικό βαθμό, στρατηγός), Monorch (με έναν μόνο όρχι), Musico (musical)· Natoli (ανατολικό), Nistico (νηστίσιμο); Oll ìo (ghiro); Pach ì (χοντρή), Palamara (gomena), Pangallo (πολύ καλός), Papalia (ιερέας Ηλίας), Papasidero (ιερέας Ισίδωρος), Pedace (παιδί), Pedull à (πεταλούδα), Pellican ò (πράσινος δρυοκολάπτης), Pennestr ì (κοκκινοκοπτικό), Piria (κόκκινο στήθος), Piromalli (που έχει κόκκινα μαλλιά), Piscopo (επίσκοπος), Pitasi (καπέλο), Polifroni (πολλών ετών), Politan ò (της πόλης), Politi (πολίτης), Pratic ò (ενεργός), Prister à (τόπος co ), Privitera (ιερέας), Prochylus (χειροκίνητο), Puja (γήινος άνεμος), Puter à (υαλοποιός)· Rodan (κόκκινο), Rodin ò (κόκκινο), Rodot à (γεμάτο τριαντάφυλλα), Romano (Ρωμαίος), Romeo (από Ρώμη), Rudi (ρόδι)· Sbano (shabby), Scal ì (βήμα), Schimizzi (άσχημος), Schiro (σκληρός), Scirt ò (καμπύλος), Scordo (σκόρδο), Scutell à (που φτιάχνει πιάτα), Sgro (με σγουρά μαλλιά), Sindona (λαμαρίνα), Sirti (τιραμπράτσα του φούρνου), Sismo (σεισμός), Sorgon à (κατασκευαστής μεγάλων και υψηλών δρόμων για να διατηρείτε το ψωμί σας), Span ò (σφήνα), Spin à (σφήνα), Stratic ò (αρχηγός στρατιωτικού); Τάμπο (θαμπωμένος), Τριμάρχης (αρχηγός στρατιωτικής ομάδας), Τριπέπη (άξιος Θεού), Τριπόδι (τρίποδο), Τριβέρι (φτωχό); Villari (ανδρικό μέλος) ; Zangari (υποδηματοποιός), Zema (μπρουχ), Zerbi (αριστερόχειρας), Zimmaro (κατσίκα), Z’inghin ì (σχετικό), Zuccal à (πεντερ). Πολύ συχνές οι ελληνικές επιθήκες που εκφράζουν την καταγωγή τους από ένα μέρος. Το έχουμε κάπως έτσι: - και: Roman ò, Serran ò. - eo: Κοτρωνέας (του Κρότωνα), Μεσσήνης (της Μεσσήνης), Ρωμαίος (της Ρώμης). - Ιταλικά: Jeracitano (του Gerace), Locritano (του Locri), Militano (του Melito (RC) ή Mileto (CZ) (; ), Reitano (του Reggio), Riggitano (του reggio), Tarsitano (της Tarsia), Votano (της Bova). - ούτι: Χιαραβαλλωτή (του Χιαραβάλλε), Γερακιώτη (του Γεράτσιου), Λιπαρωτή (του Λιπαρίου), Σκιλλατσιώτη (του Σκιλλατσιού), Σεμιναρωτή (του Σεμιναρά). - iti: Βρουζανίτες (του Μπρουζζάνο), Κατανζαρίτες (του Κατανζάρο), Μαμολίτες (του Μαμμόλα), Παλερμίτες (του Παλέρμο), Ταβερνίτες (της Ταβέρνας). Ενώ αυτές οι επιφυλάξεις εκφράζουν, όπως ειπώθηκε, προερχόμενες από ένα μέρος η κατάληξη - à (με προφορά tronca, στα ελληνικά ως) υποδηλώνει το επάγγελμα ενός προγόνου: Barilla (κατασκευαστής βαρελιών), Cutell à (κατασκευαστής κουταλιών), Lagan à (πώλη λαχανικών), Scutell à (κατασκευαστής μπολ), Zuccala (κατασκευαστής ποτολών) Αδιευκρίνιστης ελληνικής προέλευσης τα επώνυμα με ονομασία Άρι: Cuppari, Gurnari, Licari, Muccari, Scullari, Siclari (κατασκευαστής κάδων), Sclapari. Φαίνεται ότι ανήκουν σε μια πρωτότυπη, αυτόχθονη και ανεξάρτητη Ελλάδα. Για επτά ή οκτώ αιώνες φαίνεται να έχει φτάσει σε οριστική κατάσταση ο σχηματισμός των ιταλικών επωνύμων. [Πηγή: Mimmo Codispoti] Οι Rohlfs, βασισμένοι στα πλούσια διαλεκτικά υλικά που επί μακρά χρόνια συλλέγουν στην ακραία Νότια Ιταλία, στήριξαν τον άμεσο απόγονο τους από τον εποικισμό που λειτουργούσαν οι Έλληνες μετανάστες την εποχή της Magna Greece. Ανάμεσα στα έργα του θυμόμαστε: · "Γλωσσικές ανασκαφές στη Magna Grecia" (1934)· · "Dialectal Dictionary of the Three Calabria" (1932-39); · "Ετυμολογικό Λεξικό Νοτίου Ελλάδος" (1930), αναδημοσιεύθηκε το 1964. Stato Magna Grecia - Due Sicilie

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου